πεταλουργός

πεταλουργός
πεταλουργός
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεταλουργός — ο, ΝΜ ο τεχνίτης που κατασκευάζει πέταλα για τις οπλές τών ζώων έλξης και ιππασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • πεταλουργός — ο κατασκευαστής πετάλων, πεταλοποιός, πεταλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεταλουργοί — πεταλουργός masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • πεταλουργία — η, ΝΜ [πεταλουργός] η τέχνη τού πεταλουργού …   Dictionary of Greek

  • πεταλουργείο — το, Ν εργαστήριο κατασκευής πετάλων για οπλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλουργός. Η λ., στον λόγιο τ. πεταλουργεῖον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • πεταλοποιός — ο ο κατασκευαστής πετάλων, πεταλουργός, πεταλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”